- Ἀνδροκύδης
- Ἀνδροκύδηςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ανδροκύδης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ζωγράφος από την Κύζικο (4ος αι. π.Χ.). Ανάμεσα σε άλλα, ζωγράφισε στη Θήβα μία εικόνα που παρίστανε μάχη, την οποία κατάσχεσαν οι Θηβαίοι ατέλειωτη όταν ξεσηκώθηκαν εναντίον της Σπάρτης. 2. Γιατρός (τέλη 4ου αι.… … Dictionary of Greek
Ἀνδροκύδου — Ἀνδροκύδης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνδροκύδῃ — Ἀνδροκύδης masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… … Dictionary of Greek
λιξ — (I) λίξ (Α) (κατά τον Ησύχ.) 1. «πλάγιος, και λίθος πλατύς» 2. «πνευμονία, νόσος «. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. λίγξ «πλάγιος»]. (II) λίξ (Α) συμβολική μαγική λέξη στην εφεσιακή λογοτεχνία («Ἀνδροκύδης... ὁ Πυθαγορικὸς τὰ Ἐφέσια...… … Dictionary of Greek